- ξαφνικός
- -ή, -όο αιφνίδιος, ο απρόοπτος, ο αναπάντεχος: Ο θάνατός του ήταν ξαφνικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξαφνικός — ή, ό 1. αιφνίδιος, αναπάντεχος, απροσδόκητος 2. το ουδ. ως ουσ. το ξαφνικό απρόβλεπτο περιστατικό, ιδίως δυστύχημα. Επίρρ. ξαφνικά αιφνιδίως, έξαφνα, αιφνιδιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξαφνικός*, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. επιτ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek
σούμπιτος — η, ο, Ν αιφνίδιος, ξαφνικός. επίρρ... σουμπιτο Ν 1. αιφνίδια, ξαφνικά 2. μεμιάς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. subito «ξαφνικός, αιφνίδια»] … Dictionary of Greek
άνταφλος — κ. άτζαφλος, η, ο 1. ο βιαστικός και απρόσεχτος 2. ο ξαφνικός 3. ο τυφλός … Dictionary of Greek
άξαφνος — η, ο [άξαφνα] 1. αιφνίδιος, απροσδόκητος, ξαφνικός, αναπάντεχος 2. το ουδ. ως ουσ. το άξαφνο κάτι, συνήθως κακό, που γίνεται απροσδόκητα («άξαφνο να σούρθει» κατάρα) … Dictionary of Greek
αίψα — αἶψα επίρρ. (Α) 1. αμέσως, γρήγορα, ευθύς 2. ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από τ. *αἰπ σ ӑ, που σημασιολογικά (γρήγορος, απότομος, ξαφνικός) και μορφολογικά συνδέεται πιθ. με τη ρίζα τών λ. αἶπος*, αἰπὺς* (πρβλ. και το επίρρ.… … Dictionary of Greek
αγγελικό — το [αγγελικός] 1. ξαφνικός θάνατος 2. θυμός, παράφορα … Dictionary of Greek
αγουροθάνατος — ο 1. ως ουσ. ο ξαφνικός ή βίαιος θάνατος 2. ως επίθ. αυτός που πέθανε πριν την ώρα του … Dictionary of Greek
αγχίστροφος — ἀγχίστροφος, ον (Α) 1. αυτός που στρέφεται γρήγορα, ο ευκίνητος 2. αυτός που μεταβάλλεται γρήγορα και εύκολα, άστατος, ευμετάβολος, ξαφνικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγχίστροφον ταχύτητα μεταβάσεως από τη μία σκέψη στην άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι +… … Dictionary of Greek
αδιαλόγιστος — η, ο (ΑΜ ἀδιαλόγιστος, ον) [διαλογίζομαι] αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, ασύνετος, απερίσκεπτος, ανόητος νεοελλ. 1. αιφνίδιος, ξαφνικός, απρόοπτος 2. ανυπολόγιστος, πολύς, μεγάλος … Dictionary of Greek
αιφνίδιος — ια, ιο (Α αἰφνίδιος, ιον) απροσδόκητος, ανέλπιστος, ξαφνικός αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τὸ αἰφνίδιον αιφνιδίως, ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴφνης. ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιάζω] … Dictionary of Greek